Ένας προβληματισμός ενός παιδιού 12 χρονών της Μ, για την απώλεια του προνομιούχου status, ενός αντικειμένου σχέσεων του πατέρα που την απορρίπτει καθημερινά .
«Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια, ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι, καμάρωνα τα εγγονάκια μου να χτυπούν παλαμάκια, την Μίρκα, τη Φωφώ και τον Άκη, στο ρυθμό των τζιτζικιών.
Καθώς τα έβλεπα, στα πρόσωπά τους είδα εμένα και τα δικά μου αδέλφια. Αλλά τώρα δεν είχα τη δύναμη, ούτε στα πόδια να σηκωθώ, να τους πω να προσέχουν.
Ήταν πραγματικά πολύ λυπηρό και ταυτόχρονα ένιωσα την απογοήτευση να με καταπίνει και η συνείδηση μου να μου λέει πως τα χρόνια πέρασαν, οι ελπίδες μου χάθηκαν και ό,τι πιο τρυφερό και ζωντανό μπορούσα να γευτώ, χάθηκε μαζί με τα νιάτα μου στο βάθος των χρόνων.
Κι ίδια σκέψη τριγυρνούσε στο μυαλό μου : «καμάρωσε τα ,φαντάσου εσένα εκεί, δεν έχεις πολύ χρόνο ακόμα» . Το δάκρυ έτρεξε από τα μάτια μου χωρίς να το καταλάβω δίχως να το περιμένω.
Τότε, σαν από θαύμα, μια πεταλούδα ήρθε στα φρύδια μου, λες και με συμπόνησέ και μου ψιθύριζε « ότι έγινε, έγινε , σκέψου μόνο πως μπορεί να πέρασαν τα χρόνια, αλλά τα έζησες, όσο καλύτερα μπορούσες».
Και τότε σιγά ,σιγά με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα μου, από τα απαλά φτερά της όμορφης πεταλούδας που έμοιαζαν με ήσυχο, απαλό χάδι στο μέτωπό μου , σαν γρήγορο νανούρισμα γλυκού μωρού, που ούτε κι αυτό, αν και μικρό, καταλαβαίνει που είναι, που θα βρεθεί κι από τη χαρά και μόνο που σκέφτεται ότι θα ζήσει, χαμογελάει»